υπερχρονίζω

υπερχρονίζω
1. μετ. юр. чрезмерно затягивать (с целью дотянуть до истечения срока действия);
2. αμετ. затягиваться (о деле, болезни и т. п.);

υπερχρονίζει η εκκρεμότης της υποθέσεως — решение дела затянулось


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπερχρονίζω" в других словарях:

  • υπερχρονίζω — ὑπερχρονίζω ΝΜΑ [χρονίζω] χρονίζω πάρα πολύ, διαρκώ περισσότερο από το κανονικό, καθυστερώ πάρα πολύ νεοελλ. αφήνω κάτι να ατονήσει με την παρέλευση τού χρόνου …   Dictionary of Greek

  • ὑπερχρονίζον — ὑπερχρονίζω to be over the time pres part act masc voc sg ὑπερχρονίζω to be over the time pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερχρονισμός — ο, Ν [υπερχρονίζω] (νομ.) ακύρωση σύμβασης λόγω παρέλευσης τής προθεσμίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»